- τριγερήνιος
- τρι-γερήνιος, ον,A of thrice Gerenian age, i.e. thrice as old as Nestor, M.Ant.4.50; cf. sq.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριγερήνιος — ον, Α αυτός που έχει τριπλάσια ηλικία από τον Γερήνιο Νέστορα, ο υπέργηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + Γερήνιος, προσωνυμία τού Νέστορος (< Γερηνία, αρχαία πόλη τής Λακωνικής)] … Dictionary of Greek
τριγερηνίου — τριγερήνιος of thrice Gerenian age masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)